- μεγαβρεμέτης
- μεγα-βρεμέτης, ου, ὁ,A = μεγαλοβρεμέτης, ποταμός Orph.A.749.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαβρεμέτης — μεγαβρεμέτης, ὁ (Α) μεγαλοβρεμέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. βαρυ βρεμέτης, υψι βρεμέτης] … Dictionary of Greek
μεγαβρεμέτου — μεγαβρεμέτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… … Dictionary of Greek