μεγαβρεμέτης

μεγαβρεμέτης
μεγα-βρεμέτης, ου, ,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεγαβρεμέτης — μεγαβρεμέτης, ὁ (Α) μεγαλοβρεμέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. βαρυ βρεμέτης, υψι βρεμέτης] …   Dictionary of Greek

  • μεγαβρεμέτου — μεγαβρεμέτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”